Unspoilt
volume
British pronunciation/ʌnspˈɔ‍ɪlt/
American pronunciation/ʌnspˈɔɪlt/

Ορισμός και Σημασία του "unspoilt"

01

remaining in a natural or original state without any alteration, damage, or decay

unspoilt

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store