Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unshod
01
ξυπόλυτος, χωρίς παπούτσια
without shoes or any kind of foot covering
Παραδείγματα
Her unshod feet were dusty from the desert trail.
Τα ξυπόλυτα πόδια της ήταν σκονισμένα από το μονοπάτι της ερήμου.
The villagers were often unshod due to lack of proper footwear.
Οι χωρικοί συχνά ήταν ξυπόλυτοι λόγω έλλειψης κατάλληλων υποδημάτων.
02
ξυπόλυτος, φορώντας μόνο σανδάλια
(used of certain religious orders) barefoot or wearing only sandals



























