Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unselfishly
01
ανιδιοτελώς, γενναιόδωρα
in a manner that shows concern for others rather than for oneself
Παραδείγματα
She shared her inheritance unselfishly with her siblings.
Μοιράστηκε την κληρονομιά της ανιδιοτελώς με τα αδέλφια της.
The teacher gave her time unselfishly to help struggling students.
Ο δάσκαλος έδωσε τον χρόνο του ανιδιοτελώς για να βοηθήσει τους μαθητές που αγωνίζονται.
Λεξικό Δέντρο
unselfishly
selfishly
selfish
self



























