Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unreassuring
01
μη καθησυχαστικός, ανησυχητικός
not providing comfort, confidence, or relief from doubt
Παραδείγματα
His vague reply was unreassuring and left everyone more worried.
Η αόριστη απάντησή του ήταν μη καθησυχαστική και άφησε όλους πιο ανήσυχους.
The doctor's unreassuring tone made her fear the worst.
Ο μη καθησυχαστικός τόνος του γιατρού της έκανε να φοβάται το χειρότερο.
Λεξικό Δέντρο
unreassuring
reassuring
assuring



























