Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
alarming
01
ανησυχητικός, τρομακτικός
causing a feeling of distress, fear, or unease
Παραδείγματα
The alarming increase in pollution levels raised concerns among environmentalists.
Η ανησυχητική αύξηση των επιπέδων ρύπανσης προκάλεσε ανησυχία στους περιβαλλοντολόγους.
The sudden and alarming noise in the middle of the night startled the residents.
Ο ξαφνικός και αναστατωτικός θόρυβος στη μέση της νύχτας τρόμαξε τους κατοίκους.
Λεξικό Δέντρο
alarmingly
unalarming
alarming
alarm



























