Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
worrisome
01
ανησυχητικός, αγχωτικός
causing distress or worry or anxiety
Παραδείγματα
His worrisome cough persisted for weeks, prompting him to seek medical advice.
Ο ανησυχητικός βήχας του διήρκεσε για εβδομάδες, κάτι που τον ώθησε να ζητήσει ιατρική συμβουλή.
The sudden drop in stock prices was worrisome for investors.
Η απότομη πτώση των τιμών των μετοχών ήταν ανησυχητική για τους επενδυτές.
03
ανησυχητικός
(of a person) tending to worry easily or often
Παραδείγματα
She 's always been a worrisome mother, double-checking everything.
Ήταν πάντα μια ανήσυχη μητέρα, ελέγχοντας τα πάντα δύο φορές.
His worrisome nature made vacations more stressful than relaxing.
Η ανήσυχη φύση του έκανε τις διακοπές πιο αγχωτικές παρά χαλαρωτικές.



























