Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
worn
01
φθαρμένος, ξεθωριασμένος
frayed, damaged, or deteriorated due to prolonged use or wear
Παραδείγματα
His jacket looked old and worn after years of daily use.
Το σακάκι του φαινόταν παλιό και φθαρμένο μετά από χρόνια καθημερινής χρήσης.
The book ’s cover was faded and worn from being handled by so many readers.
Το εξώφυλλο του βιβλίου είχε ξεθωριάσει και φθαρεί από το πέρασμα από τόσους πολλούς αναγνώστες.
Παραδείγματα
After a long week of work, his face looked worn and weary.
Μετά από μια μακρά εβδομάδα δουλειάς, το πρόσωπό του φαινόταν κουρασμένο και εξαντλημένο.
She felt worn from the endless demands of caring for her sick relatives.
Αισθανόταν εξαντλημένη από τις ατελείωτες απαιτήσεις της φροντίδας των ασθενών συγγενών της.



























