worn
worn
wɔrn
ουορν
British pronunciation
/wˈɔːn/

Ορισμός και σημασία του "worn"στα αγγλικά

01

φθαρμένος, ξεθωριασμένος

frayed, damaged, or deteriorated due to prolonged use or wear
worn definition and meaning
example
Παραδείγματα
His jacket looked old and worn after years of daily use.
Το σακάκι του φαινόταν παλιό και φθαρμένο μετά από χρόνια καθημερινής χρήσης.
The book ’s cover was faded and worn from being handled by so many readers.
Το εξώφυλλο του βιβλίου είχε ξεθωριάσει και φθαρεί από το πέρασμα από τόσους πολλούς αναγνώστες.
02

εξαντλημένος, κουρασμένος

drained of energy or vitality
example
Παραδείγματα
After a long week of work, his face looked worn and weary.
Μετά από μια μακρά εβδομάδα δουλειάς, το πρόσωπό του φαινόταν κουρασμένο και εξαντλημένο.
She felt worn from the endless demands of caring for her sick relatives.
Αισθανόταν εξαντλημένη από τις ατελείωτες απαιτήσεις της φροντίδας των ασθενών συγγενών της.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store