Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
beat-up
01
τσακισμένος, φθαρμένος
heavily worn out, damaged, or in a state of disrepair due to excessive use or neglect
Παραδείγματα
A beat-up old car sat in the garage, covered in dust and rust spots.
Ένα παλιό και φθαρμένο αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο στο γκαράζ, καλυμμένο με σκόνη και κηλίδες από σκουριά.
He pulled out a beat-up wallet, its leather cracked from years of use.
Έβγαλε ένα φθαρμένο πορτοφόλι, το δέρμα του σκασμένο από χρόνια χρήσης.



























