Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unmoving
01
ασυγκίνητος, ανεπαφής
not arousing emotions
Παραδείγματα
The unmoving cat watched the mouse from the corner of the room.
Η ακίνητη γάτα παρακολουθούσε το ποντίκι από τη γωνία του δωματίου.
His unmoving expression made it difficult to tell what he was thinking.
Η ακίνητη έκφρασή του έκανε δύσκολο να καταλάβει κανείς τι σκεφτόταν.
Λεξικό Δέντρο
unmoving
moving
move



























