Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unlit
01
αναμμένος, σβηστός
not set afire or burning
Παραδείγματα
Without electricity, the room stayed unlit all evening.
Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, το δωμάτιο παρέμεινε αφώτιστο όλη τη βραδιά.
Due to the storm, the entire neighborhood remained unlit for hours.
Λόγω της καταιγίδας, όλη η γειτονιά παρέμεινε χωρίς φως για ώρες.



























