Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unlogical
01
παράλογος, ανούσιος
lacking sense or reason
Παραδείγματα
His argument was completely unlogical.
Το επιχείρημά του ήταν εντελώς παράλογο.
It is unlogical to make a decision without evidence.
Είναι παράλογο να παίρνεις μια απόφαση χωρίς αποδείξεις.



























