Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unlimited
01
απεριόριστος, αμέτρητος
without any limits in extent, quantity, or scope
Παραδείγματα
With unlimited access to the internet, she could explore any topic she desired.
Με απεριόριστη πρόσβαση στο Διαδίκτυο, μπορούσε να εξερευνήσει οποιοδήποτε θέμα επιθυμούσε.
The buffet offered unlimited servings of food for a fixed price.
Το μπουφέ προσέφερε απεριόριστες μερίδες φαγητού σε σταθερή τιμή.
02
απεριόριστος, ανεξάντλητος
that cannot be entirely consumed or used up
03
απεριόριστος, χωρίς επιφύλαξη
without reservation or exception
Λεξικό Δέντρο
unlimited
limited
limit



























