Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unlocked
01
ξεκλείδωτος, μη κλειδωμένος
not secured or fastened with a lock and capable of being opened freely
Παραδείγματα
The unlocked door swung open with a gentle push.
Η ξεκλείδωτη πόρτα άνοιξε με ένα απαλό σπρώξιμο.
He left his phone unlocked, allowing anyone to access his messages.
Άφησε το τηλέφωνό του ξεκλείδωτο, επιτρέποντας σε οποιονδήποτε να έχει πρόσβαση στα μηνύματά του.



























