Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undeniable
01
αδιαμφισβήτητος, αναντίρρητος
clearly true and therefore impossible to deny or question
Παραδείγματα
The impact of climate change on the environment is undeniable, as evidenced by rising temperatures and melting ice caps.
Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον είναι αδιαμφισβήτητη, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση της θερμοκρασίας και την τήξη των πάγων.
The evidence presented in court was undeniable, leading to a swift conviction.
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο ήταν αδιαμφισβήτητα, οδηγώντας σε γρήγορη καταδίκη.
Λεξικό Δέντρο
undeniably
undeniable
deniable
deny



























