undeniable
un
ˌʌn
αν
de
ντι
nia
ˈnaɪə
ναια
ble
bəl
μπαλ
British pronunciation
/ˌʌndɪnˈa‍ɪəbə‍l/

Ορισμός και σημασία του "undeniable"στα αγγλικά

undeniable
01

αδιαμφισβήτητος, αναντίρρητος

clearly true and therefore impossible to deny or question
undeniable definition and meaning
example
Παραδείγματα
The impact of climate change on the environment is undeniable, as evidenced by rising temperatures and melting ice caps.
Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον είναι αδιαμφισβήτητη, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση της θερμοκρασίας και την τήξη των πάγων.
The evidence presented in court was undeniable, leading to a swift conviction.
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο ήταν αδιαμφισβήτητα, οδηγώντας σε γρήγορη καταδίκη.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store