Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undeniably
01
αδιαμφισβήτητα
in a way that is definite and cannot be rejected or questioned
Παραδείγματα
The evidence was undeniably strong.
Τα στοιχεία ήταν αναμφισβήτητα ισχυρά.
Her talent in painting is undeniably remarkable.
Το ταλέντο της στη ζωγραφική είναι αδιαμφισβήτητα αξιοσημείωτο.
Λεξικό Δέντρο
undeniably
undeniable
deniable
deny



























