Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undependable
01
αναξιόπιστος, μη αξιόπιστος
not worthy of reliance or trust
02
αναξιόπιστος, παραπλανητικός
liable to be erroneous or misleading
Λεξικό Δέντρο
undependable
dependable
depend
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αναξιόπιστος, μη αξιόπιστος
αναξιόπιστος, παραπλανητικός
Λεξικό Δέντρο