Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undefeated
01
αήττητος, ανίκητος
not having been defeated or overcome
Παραδείγματα
The boxer retired undefeated, having won all of his matches.
Ο πυγμάχος αποσύρθηκε αήττητος, έχοντας κερδίσει όλους τους αγώνες του.
The team remained undefeated throughout the entire season.
Η ομάδα παρέμεινε αήττητη σε όλη τη διάρκεια της σεζόν.
Λεξικό Δέντρο
undefeated
defeated
defeat



























