Undemanding
volume
British pronunciation/ˌʌndɪmˈɑːndɪŋ/
American pronunciation/ˌʌndɪmˈændɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "undemanding"

undemanding
01

not needing a lot of time, energy, or attention

undemanding

adj

demanding

adj

demand

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store