Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unconquerable
01
ανίκητος, ακατανίκητος
not capable of being conquered or vanquished or overcome
Παραδείγματα
Despite facing numerous hardships, she had an unconquerable spirit that kept her moving forward.
Παρά τις πολλές δυσκολίες, είχε ένα αήττητο πνεύμα που την κρατούσε να προχωράει μπροστά.
The fortress was built on steep cliffs, making it an unconquerable stronghold.
Το φρούριο χτίστηκε σε απόκρημνους βράχους, κάνοντάς το ένα ακατάβλητο οχυρό.
Λεξικό Δέντρο
unconquerable
conquerable
conquer



























