Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
insuperable
01
ανυπέρβλητος, ακατανίκητος
(of a difficulty or problem) so severe that it cannot be solved easily
Παραδείγματα
Without the right resources, the task appeared insuperable from the start.
Χωρίς τους κατάλληλους πόρους, η εργασία φαινόταν αξεπέραστη από την αρχή.
The explorers encountered insuperable difficulties as they tried to cross the treacherous terrain.
Οι εξερευνητές αντιμετώπισαν ανυπέρβλητες δυσκολίες καθώς προσπαθούσαν να διασχίσουν την επικίνδυνη περιοχή.
02
ανυπέρβλητος, ανίκητος
so great or unmatched that nothing else can be better or go beyond it
Παραδείγματα
Her insuperable courage inspired everyone around her.
Το ανυπέρβλητο θάρρος της ενέπνευσε όλους γύρω της.
The athlete 's record remains insuperable even after a decade.
Το ρεκόρ του αθλητή παραμένει ανυπέρβλητο ακόμα και μετά από μια δεκαετία.
Λεξικό Δέντρο
insuperably
insuperable
superable
super



























