Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Insurgency
01
ανταρσία, επανάσταση
a rebellion or armed uprising against established authority
Παραδείγματα
The country has been grappling with an insurgency in its northern region for several years.
Η χώρα αντιμετωπίζει μια εξέγερση στη βόρεια περιοχή της για αρκετά χρόνια.
The insurgency grew stronger after the government's harsh crackdown on protests.
Η ανταρσία ενισχύθηκε μετά την αυστηρή καταστολή των διαδηλώσεων από την κυβέρνηση.
Λεξικό Δέντρο
insurgency
insurgence
insurg



























