Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
insurmountable
01
αξεπέραστος, ανυπέρβλητος
too great to be overcome or dealt with successfully
Παραδείγματα
The financial burden of the medical bills seemed insurmountable for the struggling family.
Το οικονομικό βάρος των ιατρικών λογαριασμών φαινόταν αξεπέραστο για την αγωνιζόμενη οικογένεια.
The language barrier proved to be insurmountable for the tourists trying to navigate the foreign city.
Το γλωσσικό εμπόδιο αποδείχθηκε αξεπέραστο για τους τουρίστες που προσπαθούσαν να πλοηγηθούν στην ξένη πόλη.
Λεξικό Δέντρο
insurmountable
surmountable
surmount
sur
mount



























