Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Insurrection
01
εξέγερση, ανταρσία
a violent uprising or rebellion against authority, government, or established order
Παραδείγματα
The history books recount the insurrection led by revolutionaries seeking independence from colonial rule.
Τα ιστορικά βιβλία αφηγούνται την εξέγερση που καθοδηγήθηκε από επαναστάτες που αναζητούσαν ανεξαρτησία από την αποικιακή κυριαρχία.
The government declared a state of emergency in response to the armed insurrection attempting to overthrow the regime.
Η κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης ως απάντηση στην ένοπλη εξέγερση που προσπάθησε να ανατρέψει το καθεστώς.
Λεξικό Δέντρο
insurrectional
insurrectionism
insurrectionist
insurrection



























