Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
trustful
01
εμπιστευτικός, εύπιστος
having a natural tendency to believe in others' honesty or reliability
Παραδείγματα
The trustful child handed his savings to the stranger without hesitation.
Το εμπιστευτικό παιδί παρέδωσε τις οικονομίες του στον άγνωστο χωρίς δισταγμό.
Her trustful nature made her an easy target for scams.
Η εμπιστευτική φύση της την έκανε εύκολο στόχο για απάτες.
Λεξικό Δέντρο
distrustful
mistrustful
trustfully
trustful
trust



























