Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
trustworthy
01
αξιόπιστος, έμπιστος
able to be trusted or relied on
Παραδείγματα
He 's trustworthy, always keeping his promises and maintaining confidentiality.
Είναι αξιόπιστος, πάντα τηρεί τις υποσχέσεις του και διατηρεί την εχεμύθεια.
Her trustworthy nature makes her a valued friend, always there when needed.
Η αξιόπιστη φύση της την κάνει μια πολύτιμη φίλη, πάντα εκεί όταν χρειάζεται.
Λεξικό Δέντρο
trustworthiness
untrustworthy
trustworthy
trustworth



























