Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Trustfulness
01
εμπιστοσύνη, αξιοπιστία
the trait of believing in the honesty and reliability of others
Λεξικό Δέντρο
distrustfulness
trustfulness
trustful
trust
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εμπιστοσύνη, αξιοπιστία
Λεξικό Δέντρο