Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
trusty
01
αξιόπιστος, άξιος εμπιστοσύνης
worthy of trust or belief
Trusty
01
ένας έμπιστος κρατούμενος, ένας προνομιούχος κρατούμενος
a convict who is considered trustworthy and granted special privileges
Λεξικό Δέντρο
trustiness
untrusty
trusty
trust



























