terrified
te
ˈtɛ
τε
rri
ρα
fied
ˌfaɪd
φαιντ
British pronunciation
/tˈɛɹɪfˌa‍ɪd/

Ορισμός και σημασία του "terrified"στα αγγλικά

01

τρομοκρατημένος, φοβισμένος

feeling extremely scared
terrified definition and meaning
example
Παραδείγματα
She felt terrified when she heard footsteps behind her in the dark alley.
Ένιωσε τρομοκρατημένη όταν άκουσε βήματα πίσω της στο σκοτεινό σοκάκι.
The terrified child clung to his mother's leg during the thunderstorm.
Το τρομαγμένο παιδί κρατήθηκε από το πόδι της μητέρας του κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store