Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
teenage
01
εφηβικός, νεανικός
having the age of thirteen to nineteen
Παραδείγματα
She is enjoying her teenage years, filled with new experiences and friendships.
Απολαμβάνει τα εφηβικά της χρόνια, γεμάτα με νέες εμπειρίες και φιλίες.
Teenage drivers often face higher insurance premiums due to their lack of driving experience.
Οι έφηβοι οδηγοί συχνά αντιμετωπίζουν υψηλότερα ασφάλιστρα λόγω της έλλειψης εμπειρίας οδήγησης.



























