Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Technologist
01
τεχνολόγος, ειδικός τεχνολογίας
a person who uses scientific knowledge to solve practical problems
Λεξικό Δέντρο
technologist
technology
techno
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τεχνολόγος, ειδικός τεχνολογίας
Λεξικό Δέντρο