Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Technique
01
τεχνική
a specific method of carrying out an activity that requires special skills
Παραδείγματα
The chef 's knife skills and cooking techniques impressed the guests at the restaurant.
Οι ικανότητες του σεφ με το μαχαίρι και οι τεχνικές μαγειρικής του εντυπωσίασαν τους επισκέπτες στο εστιατόριο.
She practiced her piano technique diligently to improve her performance.
Εξασκήθηκε επιμελώς στην τεχνική της στο πιάνο για να βελτιώσει την απόδοσή της.
02
τεχνική, δεξιότητα
skillfulness in the command of fundamentals deriving from practice and familiarity



























