Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
technological
01
τεχνολογικός, σχετικός με τις πρακτικές εφαρμογές της επιστημονικής γνώσης και των αρχών της μηχανικής
relating to practical applications of scientific knowledge and engineering principles
Παραδείγματα
Technological innovations in renewable energy have led to more sustainable power sources.
Οι τεχνολογικές καινοτομίες στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν οδηγήσει σε πιο βιώσιμες πηγές ενέργειας.
The technological capabilities of medical devices have significantly improved patient care.
Οι τεχνολογικές δυνατότητες των ιατρικών συσκευών έχουν βελτιώσει σημαντικά τη φροντίδα των ασθενών.
02
τεχνολογικός
based in scientific and industrial progress
Λεξικό Δέντρο
technologically
technological



























