Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stupidly
01
ηλίθια, ανόητα
in a way that shows poor judgment or a lack of intelligence or sense
Παραδείγματα
He stupidly ignored the warning signs and drove into the flooded road.
Ηλίθια, αγνόησε τα σήματα προειδοποίησης και οδήγησε στον πλημμυρισμένο δρόμο.
She stupidly forgot to save her work before the computer crashed.
Ηλίθια, ξέχασε να αποθηκεύσει τη δουλειά της πριν από τη συντριβή του υπολογιστή.
Παραδείγματα
The child stared stupidly at the magician's disappearing trick.
Το παιδί κοιτούσε ηλίθια το τρικ εξαφάνισης του μάγου.
After the unexpected news, he sat stupidly in his chair, unable to respond.
Μετά την απροσδόκητη είδηση, κάθισε ηλίθια στην καρέκλα του, ανίκανος να απαντήσει.
03
βλακωδώς, παραλογικά
to a ridiculous, excessive, or unreasonable degree
Παραδείγματα
The car was stupidly expensive for something so impractical.
Το αυτοκίνητο ήταν ανόητα ακριβό για κάτι τόσο μη πρακτικό.
They were stupidly confident despite having no experience.
Ήταν ηλίθια σίγουροι παρά την έλλειψη εμπειρίας.
Λεξικό Δέντρο
stupidly
stupid



























