Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stupefying
01
καταπληκτικός, συνταρακτικός
confusing one so much that one doesn't know what to think due to confusion or shock
Παραδείγματα
Witnessing the enormous scale of the disaster had a stupefying effect on the rescue workers.
Η παρατήρηση της τεράστιας κλίμακας της καταστροφής είχε ένα ζαλιστικό αποτέλεσμα στους διασώστες.
The stupefying monotony of the data entry job was mentally draining after just a few hours.
Η συγκλονιστική μονοτονία της δουλειάς εισαγωγής δεδομένων ήταν ψυχικά εξαντλητική μετά από λίγες μόνο ώρες.
02
εκπληκτικός, καταπληκτικός
shocking with surprise and consternation
03
καταπληκτικός, ζαλιστικός
making physically stupid or dull or insensible
Λεξικό Δέντρο
stupefying
stupefy



























