Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stuntman
01
κασκαντέρ, αντικαταστάτης
a person who performs dangerous or difficult actions in place of actors in movies or shows
Παραδείγματα
The stuntman practiced his fall from the horse all day.
Ο κασκαντέρ εξασκήθηκε στην πτώση του από το άλογο όλη μέρα.
She hired a stuntman to perform the risky motorcycle stunt.
Προσέλαβε έναν κασκαντέρ για να εκτελέσει το επικίνδυνο σκηνικό με το μοτοσικλετά.



























