Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stunted
01
καταστραμμένος, αναπτυξιακά καθυστερημένος
smaller or of poorer quality than normal, often due to a lack of proper growth or development
Παραδείγματα
The tree's stunted growth was caused by poor soil.
Η καθυστερημένη ανάπτυξη του δέντρου προκλήθηκε από φτωχό έδαφος.
Years of neglect left the garden full of stunted plants.
Χρόνια αμέλειας άφησαν τον κήπο γεμάτο καχεκτικά φυτά.
Λεξικό Δέντρο
stuntedness
stunted
stunt



























