specific
spe
spə
σπα
ci
ˈsɪ
σι
fic
fɪk
φικ
British pronunciation
/spɪˈsɪfɪk/

Ορισμός και σημασία του "specific"στα αγγλικά

01

συγκεκριμένος, ειδικός

related to or involving only one certain thing
specific definition and meaning
example
Παραδείγματα
The doctor prescribed a specific medication to treat the patient's symptoms.
Ο γιατρός συνέταξε ένα συγκεκριμένο φάρμακο για τη θεραπεία των συμπτωμάτων του ασθενούς.
He made a specific request for the book with the blue cover.
Έκανε μια συγκεκριμένη αίτηση για το βιβλίο με το μπλε εξώφυλλο.
02

συγκεκριμένος, ειδικός

relating to a particular species or group within a larger classification
example
Παραδείγματα
The specific traits of the bird species distinguish it from other birds in the region.
Τα ειδικά χαρακτηριστικά του είδους του πουλιού το διακρίνουν από άλλα πουλιά στην περιοχή.
In biology, specific immunity refers to the defense mechanisms tailored to particular pathogens.
Στη βιολογία, η ειδική ανοσία αναφέρεται στους μηχανισμούς άμυνας που σχεδιάστηκαν για συγκεκριμένα παθογόνα.
01

συγκεκριμένο, συγκεκριμένο φάρμακο

a treatment or medication intended for a particular condition or patient
example
Παραδείγματα
The doctor prescribed a specific for the infection.
Ο γιατρός συνέταξε ένα συγκεκριμένο για τη λοίμωξη.
She was given a specific based on her test results.
Της δόθηκε μια συγκεκριμένη θεραπεία με βάση τα αποτελέσματα των τεστ της.
02

ειδικότητα, λεπτομέρεια

a distinct element that forms part of a whole

detail

example
Παραδείγματα
The document outlined the specifics of the new policy.
Το έγγραφο περιέγραψε τα χαρακτηριστικά της νέας πολιτικής.
He wanted to know the specifics of her work schedule.
Ήθελε να μάθει τις λεπτομέρειες του ωραρίου εργασίας της.

Λεξικό Δέντρο

nonspecific
specifically
unspecific
specific
specif
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store