Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sophisticated
01
εκλεπτυσμένος, σοφιστικέ
having refined taste, elegance, and knowledge of complex matters
Παραδείγματα
She was a sophisticated traveler, fluent in several languages and accustomed to different cultures.
Ήταν μια εκλεπτυσμένη ταξιδιώτης, άνετη σε πολλές γλώσσες και συνηθισμένη σε διαφορετικές κουλτούρες.
His sophisticated sense of humor made him a hit at social gatherings.
Η εκλεπτυσμένη αίσθηση του χιούμορ τον έκανε επιτυχία στις κοινωνικές συγκεντρώσεις.
02
εξελιγμένος, πολύπλοκος
(of a system, device, or technique) intricately developed to a high level of complexity
Παραδείγματα
The new smartphone features sophisticated technology, including advanced facial recognition and augmented reality capabilities.
Το νέο smartphone διαθέτει εξελιγμένη τεχνολογία, συμπεριλαμβανομένης της προηγμένης αναγνώρισης προσώπου και δυνατοτήτων επαυξημένης πραγματικότητας.
The spacecraft is equipped with sophisticated navigation systems, allowing it to travel accurately through space.
Το διαστημόπλοιο είναι εξοπλισμένο με εξελιγμένα συστήματα πλοήγησης, που του επιτρέπουν να ταξιδεύει με ακρίβεια στο διάστημα.
03
εξελιγμένος, περίπλοκος
having a high level of intellectual depth, complexity, or refinement
Παραδείγματα
The novel ’s sophisticated narrative explored the complexities of human relationships.
Η εξελιγμένη αφήγηση του μυθιστορήματος εξερεύνησε τις πολυπλοκότητες των ανθρώπινων σχέσεων.
The lecture was sophisticated, covering abstract theories and advanced concepts.
Η διάλεξη ήταν εξελιγμένη, καλύπτοντας αφηρημένες θεωρίες και προηγμένες έννοιες.
Λεξικό Δέντρο
unsophisticated
sophisticated
sophisticate



























