Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
insightful
01
διορατικός, βαθύς
having or showing a deep understanding or knowledge of something
Παραδείγματα
The insightful analysis provided by the researcher shed new light on the complexities of human behavior.
Η διορατική ανάλυση που παρείχε ο ερευνητής έριξε νέο φως στις πολυπλοκότητες της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Her insightful comments during the meeting offered a fresh perspective on the problem we were facing.
Τα διορατικά σχόλιά της κατά τη διάρκεια της συνάντησης προσέφεραν μια νέα προοπτική για το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε.
Λεξικό Δέντρο
insightfulness
insightful
insight
sight



























