Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sophist
01
σοφιστής, πανουργος συνομιλητής
someone that is skilled in devious argumentation
02
σοφιστής, δάσκαλος φιλοσοφίας και ρητορικής στην αρχαία Ελλάδα με σκεπτικιστική στάση
a teacher of philosophy and rhetoric in ancient Greek with a skeptical attitude
Λεξικό Δέντρο
sophistic
sophistry
sophist



























