Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
genteel
01
καλλιεργημένος, ευγενικός
characterized by refined manners, elegance, and high social standing
Παραδείγματα
The genteel lady always spoke with grace and poise at social gatherings.
Η καλαίσθητη κυρία μιλούσε πάντα με χάρη και αξιοπρέπεια στις κοινωνικές συναντήσεις.
They lived in a genteel neighborhood, where manners and etiquette were highly valued.
Ζούσαν σε μια καλαίσθητη γειτονιά, όπου οι τρόποι και η εθιμοτυπία ήταν πολύτιμα.
Λεξικό Δέντρο
genteelly
genteelness
genteel



























