Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gent
01
κύριος, τύπος
informal abbreviation of `gentleman'
02
αγόρι, άνδρας
a boy or man
03
Γκεντ, λιμάνι στη βορειοδυτική Βέλγιο και βιομηχανικό κέντρο· διάσημο για τη βιομηχανία υφασμάτων
port city in northwestern Belgium and industrial center; famous for cloth industry



























