sly
sly
slaɪ
σλαι
British pronunciation
/slˈa‍ɪ/

Ορισμός και σημασία του "sly"στα αγγλικά

01

πανούργος, πονηρός

clever in deceiving or tricking others
example
Παραδείγματα
With a sly smile, he managed to slip away from the group without anyone noticing.
Με ένα πανουργο χαμόγελο, κατάφερε να ξεφύγει από την ομάδα χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι.
He gave a sly wink to indicate that he was aware of the secret plan.
Έκανε ένα πανουργο κλείσιμο του ματιού για να δείξει ότι γνώριζε το μυστικό σχέδιο.

Λεξικό Δέντρο

slyness
sly
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store