Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
crafty
01
πανούργος, πανουργος
using clever and usually deceitful methods to achieve what one wants
Παραδείγματα
Her crafty negotiation tactics allowed her to secure a favorable deal for her company.
Οι πανούργες τακτικές διαπραγμάτευσης της της επέτρεψαν να εξασφαλίσει μια ευνοϊκή συμφωνία για την εταιρεία της.
With his crafty disguise, he managed to sneak into the party without being recognized.
Με την πανούργη μεταμφίεσή του, κατάφερε να μπει στο πάρτι χωρίς να τον αναγνωρίσουν.
Λεξικό Δέντρο
craftily
craftiness
crafty
craft



























