Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Craftsmanship
01
τεχνική δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα
skill in an occupation or trade
Λεξικό Δέντρο
craftsmanship
craftsman
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τεχνική δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα
Λεξικό Δέντρο