Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shared
Παραδείγματα
The shared goal of the project was to improve community services.
Ο κοινός στόχος του έργου ήταν η βελτίωση των κοινοτικών υπηρεσιών.
The common resources were shared among the team members.
Οι κοινόχρηστοι πόροι μοιράστηκαν μεταξύ των μελών της ομάδας.
02
μοιρασμένος, διανεμημένος
divided or distributed among multiple individuals or groups
Παραδείγματα
The cake was shared among the guests at the party.
Το κέικ μοιράστηκε μεταξύ των καλεσμένων στο πάρτι.
The profits from the business were shared among the partners.
Τα κέρδη από την επιχείρηση μοιράστηκαν μεταξύ των συνεργατών.
Λεξικό Δέντρο
unshared
shared
share



























