Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shareable
01
διαμοιραζόμενο, διανεμητέο
capable of being shared or easily distributed among individuals or groups
Παραδείγματα
The shareable link allows users to easily distribute the document to others.
Ο διαμοιραζόμενος σύνδεσμος επιτρέπει στους χρήστες να διανέμουν εύκολα το έγγραφο σε άλλους.
The social media platform provides tools for creating shareable content that can be easily spread among users.
Η πλατφόρμα κοινωνικών μέσων παρέχει εργαλεία για τη δημιουργία διαμοιραζόμενου περιεχομένου που μπορεί εύκολα να διαδοθεί μεταξύ των χρηστών.
Λεξικό Δέντρο
shareable
share



























