Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sharing
01
κοινή χρήση, μοιρασιά
using or enjoying something jointly with others
02
κοινή χρήση, κατανομή
a distribution in shares
03
κοινή χρήση, ανταλλαγή
sharing thoughts and feelings
04
κοινή χρήση, κοινή κατοχή
having in common
sharing
01
μοιραστικός, γενναιόδωρος
unselfishly willing to share with others
Λεξικό Δέντρο
sharing
share



























