Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mutual
01
αμοιβαίος, αμοιβαίος
(of actions or feelings) done to or shared by either of two individuals or more for each other
Παραδείγματα
The business partners ended their venture on good terms, with mutual respect for each other's contributions.
Οι επιχειρηματικοί συνεργάτες τερμάτισαν την επιχείρησή τους με καλές σχέσεις, με αμοιβαίο σεβασμό για τις συνεισφορές του καθενός.
Their mutual admiration was evident in the way they spoke highly of each other's accomplishments.
Η αμοιβαία τους θαυμασμός ήταν εμφανής στον τρόπο που μιλούσαν με επαίνους για τα επιτεύγματα του άλλου.
Παραδείγματα
There was a mutual interest in improving the local community.
Υπήρχε αμοιβαίο ενδιαφέρον για τη βελτίωση της τοπικής κοινότητας.
The two countries signed a mutual agreement to enhance trade.
Οι δύο χώρες υπέγραψαν μια αμοιβαία συμφωνία για την ενίσχυση του εμπορίου.
Λεξικό Δέντρο
mutuality
mutually
mutualness
mutual
mutu



























