Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shameful
01
επονείδιστος, ντροπιαστικός
causing embarrassment or disgrace due to unacceptable behavior or actions
Παραδείγματα
His shameful behavior at the party embarrassed everyone who witnessed it.
Η ντροπιαστική του συμπεριφορά στο πάρτι έφερε σε δύσκολη θέση όλους όσους την είδαν.
The politician 's shameful actions scandalized the public and damaged their reputation.
Οι ντροπιαστικές πράξεις του πολιτικού σκάνδαλισαν το κοινό και έβλαψαν τη φήμη τους.
Λεξικό Δέντρο
shamefully
shamefulness
shameful
shame



























